- πεδαρτώ
- -άω, Α(πυθαγόρεια λ.) νουθετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πυθαγόρεια λ. < πεδά* + ἀρτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδάρτασις — ἡ, Α [πεδαρτῶ] η νουθέτηση … Dictionary of Greek
πελαργώ — άω, Α εσφ. ανάγν. τού πεδαρτῶ … Dictionary of Greek